- νεγρικός
- η , ό[ν] , νέγρικος, η , ο негритянский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νέγρικος — η, ο και νεγρικός, ή, ό [νέγρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στους νέγρους («νέγρικη μουσική») … Dictionary of Greek
νέγρικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νέγρους: Νέγρικη μουσική. – Νέγρικη συνοικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)